- υποκριτικότητα
- η, Ν [υποκριτικός]η ικανότητα υποκρισίας, προσποίησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποκριτικότητα — η το να είναι κάτι υποκριτικό (βλ. λ.), η ικανότητα για υπόκριση ή υποκρισία (βλ. λ.): Μην τον λυπάσαι, θα σου φερθεί με υποκριτικότητα, για να σε συγκινήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)